>ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ

>

 Άγιος Λουκάς

  Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας


          Καθηγητής χειρουργικής


  1877 – 1961

Η Ορθόδοξη Εκκλησίας μας τιμά την μνήμη στις 11 Ιουνίου.

πηγή : Χαρμολύπη

Αμέθυστος
 

>Τα Συμπεράσματα του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στο Βόλο

>Την Κυριακή 6 Ιουνίου 2010, μετά τη τέλεση της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αναλήψεως του Χριστού, στο Βόλο, συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Στην τελευταία συνεδρία του συνεδρίου ομιλητές ήταν ο π. Εμμανούλ Κλάψης καθηγητής της ελληνορθόδοξης Θεολογικής σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη» και ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης Συντονιστής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών

Στην πρώτη εισήγηση ο π. Εμμανουήλ Κλάψης ανέπτυξε το θέμα «Προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών». Σε μια προσπάθεια να κινηθούμε προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών, η παρούσα ανακοίνωση εξέτασε την άκρως ενδιαφέρουσα ερώτηση για το εάν η σωτηριώδης χάρις του Θεού περιορίζεται μόνο εντός των κανονικών ορίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ή εκτείνεται σε διαφορετικό βαθμό και πρότυπο σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, σε κοινότητες άλλων ζωντανών πίστεων, σε αγνωστικιστές ή ακόμη και άθεους. Το κείμενο αυτό ισχυρίστηκε ότι μια μυστηριακή και χαρισματική προοπτική της Εκκλησίας δεν αφήνει, ως πεδίο πραγμάτωσης της σωτηριώδους χάριτος του Θεού, να παραμένει μόνο αυτό που βρίσκεται εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Η ανακοίνωση υποστήριξε ότι η δράση του Πνεύματος του Θεού σε άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες και στον κόσμο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί σε βάρος της σημασίας των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Παράλληλα με τον ισχυρισμό ότι η πληρότητα της σωτηριώδους χάριτος του Θεού μπορεί να βρεθεί εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας, ο συγγραφέας πρότεινε ότι υπάρχει μια ανάγκη να κινηθούμε πέρα από μια κατανόηση του Θεού, κατά την οποία Αυτός είναι περιορισμένος να είναι είτε πλήρως παρών ή τελείως απών από τις ζωές και τις πράξεις κοσμικών και άλλων θρησκευόμενων ανθρώπων. Οι κοσμικές διαστάσεις της Ευχαριστίας, επί τη βάσει των οποίων η Δημιουργία μέσω του Χριστού και του Πνεύματος του Θεού μετέχει στο είναι του Θεού, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της αναγνώρισης της σωτηριώδους παρουσίας του Θεού σε όλο τον δημιουργημένο κόσμο. Η σωτηριώδης παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα στον κόσμο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το σωτηριώδες έργο του Σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Ο Χριστομονισμός δεν θα πρέπει να υποκατασταθεί από τον Πνευματομονισμό. Το Άγιο Πνεύμα είτε προηγείται του Χριστού, είτε ακολουθεί τον Χριστό, στην προσπάθεια του Θεού για τη σωτηρία όλης της Δημιουργίας. Η τριαδική πίστη προσδένει την Αποκάλυψη του Θεού στις ιδιαιτερότητες της ιστορίας – της οποίας κορύφωση είναι ο Χριστός- αλλά δεν επιτρέπει τον περιορισμό του Θεού σε κάθε επιμέρους ιδιαιτερότητα vis-à-vis με την παγκόσμια δράση και παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα ανοίγει τα όρια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε αγγίζει και οδηγεί όλους και όλα σε μια διαρκή και μεταμορφωτική σχέση με τον αναστημένο Χριστό, με ένα διάφανο τρόπο εντός της Εκκλησίας και με ένα κρυφό στη ζωή του κόσμου. Η δυνατότητα της σωτηρίας η οποία υπάρχει για εκείνους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία θα πρέπει να οδηγήσει τους χριστιανούς σε μια ακλόνητη ελπίδα ότι ο Θεός στην απεριόριστη αγάπη και το έλεος του, κοινωνεί την σωτηριώδη χάρι Του μέσω άλλων άγνωστων και κρυφών οδών σε εκείνους που φέρουν τη φυσική γνώση του Θεού και της πίστης, όπως επίσης ως μια ηθική συνείδηση η οποία χαρακτηρίζεται από μια ζωή με αγάπη, που υπάρχει όμως πέραν των διακριτών ορίων της Εκκλησίας. Η παρούσα ανακοίνωση υποστήριξε ότι η σωτηρία προσφέρεται σε όλους ως μια δυνατότητα μέσω της Εκκλησίας και όχι ξέχωρα από αυτήν. Η εισήγηση ολοκληρώθηκε σημειώνοντας τις συνέπειες που έχει μια τέτοια αποδοχή για την ζωή και την αποστολή της Εκκλησίας.

Ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου μίλησε με θέμα «H Iεραποστολή ως πρόκληση για την Ορθόδοξη θεολογία της συνάφειας». H θεολογία της ιεραποστολής συχνά νοείται ως ένα είδος παραρτήματος της «κυρίως» θεολογίας. Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στην εκκλησιαστική εμπειρία μπορεί να δείξει το αντίθετο: ότι ιστορικά η ιεραποστολή έχει αποτελέσει μήτρα της θεολογίας. Ο λόγος είναι ότι καθεαυτή η Εκκλησία αποτελεί μια αδιάκοπη ζύμωση. Δεν υπάρχει, παρά ως συνάντηση του Θεού με τον κόσμο και ως μεταμόρφωση του κόσμου. Με άλλα λόγια, η συνάντηση του ευαγγελίου με τις ποικίλες συνάφειες δεν είναι κάτι που ενδέχεται να προστεθεί εκ των υστέρων στον εαυτό της Εκκλησίας. H συναφειακότητα (contextuality) είναι καθαυτός ο τρόπος πραγμάτωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι οι συζητήσεις για τη συναφειακότητα κατά τα νεώτερα χρόνια γεννήθηκαν στον χώρο της ιεραποστολικής πράξης και θεωρίας. Ο πρώτος κίνδυνος, λοιπόν, είναι να πιστέψουμε ότι η Εκκλησία συμπίπτει με έναν και μόνο πολιτισμό ή να λησμονήσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι η Βασιλεία, αλλά εικόνα της μέλλουσας Βασιλείας και διάκονος της πρόσκλησης που ο Θεός απευθύνει σε όλη τη δημιουργία του. Όσο περισσότερο αδυνατίζει η ιεραποστολική συνείδηση και όσο περισσότερο πιστεύεται ότι η Εκκλησία έχει φτάσει στο τέρμα της ιστορικής πορείας της, τόσο περισσότερο εντείνεται ο κίνδυνος αυτός. Ωστόσο, αν σκεφτούμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός ο κίνδυνος συνιστά περιφρόνηση της συναφειακότητας (αδιαφορία για τους άλλους πολιτισμούς), ταυτόχρονα όμως προέρχεται ακριβώς από την συναφειακότητα! Μια συγκεκριμένη πολιτισμική συνάφεια, δηλαδή, τίθεται πάνω από το Ευαγγέλιο. Σ` αυτή την περίπτωση, αντί η ανθρώπινη πραγματικότητα να λειτουργεί ως σάρκα του Ευαγγελίου (σε μια αδιάκοπη διαδικασία σάρκωσής του στο εκάστοτε παρόν), καταντά σαρκοφάγος του (κι έτσι εμποδίζει την περαιτέρω σάρκωσή του)! Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία (ιδίως στα νεώτερα χρόνια, πλην λιγοστών εξαιρέσεων) δεν έχει εργαστεί ακόμα πάνω στη σχέση Ευαγγελίου και συναφειών, και δεν έχει προβληματιστεί πάνω στο ενδεχόμενο να αναδυθούν εκκλησιαστικές εκφράσεις διαφορετικές από την ελληνο-ρωμαϊκή συνάφεια. Επίσης, δεν μελετά τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων μοντέλων συνάντησης Ευαγγελίου και κόσμου (adaptation, indigenization, inculturation, contextualization κλπ), τα οποία απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνιολογική και ιεραποστολική θεωρία. Θεωρεί ότι το ιεραποστολικό χρέος εκπληρώνεται με την αυτούσια μεταφορά των κειμένων, της τέχνης και της νοοτροπίας της στις εκκλησίες του Τρίτου Κόσμου, και δεν διερωτάται καν τι χρειάζεται να συνεισφέρουν αυτές οι εκκλησίες στην οικουμενική Ορθοδοξία. Εδώ, όμως, μπορεί να αναφυεί ένας νέος κίνδυνος: Το να αποδεχτούμε τη συναφειακότητα χωρίς περίσκεψη και κριτική σκέψη. Έτσι, όμως, διαμορφώνεται μια αφελής στάση, η οποία νοεί τους παραδοσιακούς πολιτισμούς σαν συμπαγείς ουσίες, δεν δύναται να διακρίνει τις αλλαγές τους μέσα στον χρόνο, δεν ξεχωρίζει τα ζωηφόρα από τα θανατερά στοιχεία τους και δεν κατορθώνει να διακρίνει ποιοι πολιτισμοί υπάρχουν σήμερα στην πραγματικότητα (κι όχι μόνο στο μυαλό του ιεραποστόλου) και ποιοι νέοι αναδύονται. Η ιεραποστολή, συνεπώς, καλείται να είναι συμφιλιωτική, αλλά ταυτόχρονα και απελευθερωτική. Ταυτόχρονα, η ιεραποστολική (η θεολογία της ιεραποστολής) καλείται να αποτελεί τον καταλύτη ώστε η συνείδηση της Εκκλησίας να παραμένει ζωντανή και πιστή στο Ευαγγέλιο.

Τέλος ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης μίλησε με θέμα «Προς μία «μετα-πατερική» θεολογία;». H «επιστροφή στους Πατέρες» που στάθηκε το κυρίαρχο θεολογικό «παράδειγμα» για την ορθόδοξη θεολογία τον 20ο αιώνα, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανανέωση της ορθόδοξης θεολογίας και στην απελευθέρωση της από τη «βαβυλώνια αιχμαλωσία» στη δυτική θεολογία, στη γλώσσα, τις προϋποθέσεις και την προβληματική της. Είχε όμως και ορισμένες αρνητικές συνέπειες όπως: α) τη θεωρητική δικαιολόγηση της διαδεδομένης στα ορθόδοξα περιβάλλοντα υποτίμησης των βιβλικών σπουδών β) τη μυθοποίηση και ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας γ) την απουσία της ορθόδοξης θεολογίας από τις μεγάλες θεολογικές ζυμώσεις του 20ου αιώνα δ) την έξαρση του αντιθετικού άξονα Ανατολή-Δύση και την καλλιέργεια αντιδυτικού, αντιοικουμενικού πνεύματος ε) τη συντήρηση της ιστορικής εκκρεμότητας μεταξύ Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας. Οι παραπάνω διαπιστώσεις καθιστούν επείγον το αίτημα της νέας σάρκωσης του λόγου και της συναφειακής ανάγνωσης των Πατέρων, θέτοντας ταυτόχρονα το ερώτημα της δυνατότητας ύπαρξης μιας μετα-πατερικής ορθόδοξης θεολογίας. Στην παρούσα εισήγηση διερευνήθηκαν, σε μία πρώτη μορφή, τα ζητήματα και τα πεδία που καλείται να προσεγγίσει η συζήτηση για μια μετα-πατερική ορθόδοξη θεολογία και τα οποία μπορούν πολύ επιγραμματικά να συνοψιστούν στα παρακάτω σημεία: 1. Έννοια και περιεχόμενο της Παράδοσης, της αυθεντίας και συμφωνίας των Πατέρων, και της προσφυγής στην επίκληση της αυθεντίας τους. 2. Αποκλειστικότητα (;) σχέσης ανάμεσα στην πατερική θεολογία και τις ελληνικές κατηγορίες σκέψης, στην πατερικότητα και την ελληνικότητα, και ερώτημα για τη θεολογική γλώσσα ενός μετα-ελληνικού κόσμου όπως ο δικός μας. Μπορεί όντως ο «χριστιανικός ελληνισμός» να αποτελεί «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως»; 3. Διαχρονικότητα και κανονιστικός χαρακτήρας της χρήσης της οντολογίας και των ελληνικών φιλοσοφικών κατηγοριών στη θεολογία. Αποκλειστικότητα (;) διαμεσολάβησης της φιλοσοφίας και της οντολογικής γλώσσας στο διάλογο της Εκκλησίας και της θεολογίας με τον κόσμο. Νέες μορφές διαμεσολάβησης (και καθολικότητας), όπως π. χ. λογοτεχνία, επιστήμες του ανθρώπου, κ. ά. Ευαγγέλιο και φιλοσοφία, Οντολογία και ιεραποστολή. 4. Αυταρχικό πατριαρχικό προνεωτερικό πρότυπο, σχέση του με την πατερική θεολογία, απουσία κάθε έννοιας θρησκευτικού πλουραλισμού και ετερότητας. Επανεξέταση του ζεύγους καθολικότητα-αίρεση, εν σχέσει προς τα ζεύγη ετερότητα-αίρεση, διαφορά-ενότητα. Ανοχή και καταδίωξη των «αιρετικών» στα πατερικά κείμενα και στη σημερινή πολιτισμική συνθήκη. 5. Διαπλοκή Εκκλησίας και θεολογίας με αυτοκρατορική ιδεολογία. Παράδειγμα Συνόδων, ζητήματα αλάθητου των Συνόδων, ιδίως όταν ληφθούν υπόψη οι αυτοκρατορικές παρεμβάσεις, ή τα αυτοκρατορικά «ενδιαφέροντα». 6. Ανθρωπολογικές κορυφώσεις της θεολογίας των Πατέρων, αλλά και ατελής ανθρωπολογία των Πατέρων: προβληματικές ανθρωπολογικές απόψεις της πατερικής θεολογίας π. χ. για την γυναίκα (το κατ` εικόνα Θεού αποδίδεται σε αυτήν μόνο δια μέσου του άνδρα)·  παρομοίωση της γυναίκας με το διάβολο, το καταστροφικό πυρ, κλπ., δικαιολόγηση της πατρικής αυθαιρεσίας εις βάρος ανύπανδρων γυναικών που θεωρούνται «ιδιοκτησία» των πατέρων τους (βλ. Μ. Βασίλειος)· «άπαξ» Γρηγορίου του Θεολόγου υπέρ γυναικών και Ιωάννου Χρυσοστόμου στην προοπτική μιας θεολογίας του γάμου και της τρυφερότητας·  διάχυτος αντιφεμινισμός της Εκκλησίας και της πατερικής θεολογίας νέες ανθρωπολογικές προκλήσεις της βιοηθικής και βιοτεχνολογίας, κλπ. Τα παραπάνω θέτουν επιτακτικά το αίτημα μιας σύγχρονης ορθόδοξης μετα-πατερικής θεολογίας, και επανερμηνείας της πιστότητας στην πατερική παράδοση, καθώς στον ερμηνευτικό ορίζοντα της παρούσας εισήγησης, το «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν» δεν σημαίνει απλώς την συνέχιση, την επικαιροποίηση ή και την επανερμηνεία της παράδοσης αυτής, αλλά -κατά το προηγούμενο της πρωτοχριστιανικής και της πατερικής υπέρβασης- και την υπέρβασή της όπου και όταν χρειάζεται.

Πριν τη λήξη του συνεδρίου οι οικουμενικοί παρατηρητές του συνεδρίου Hevre Legrand o.p. (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία-Παρίσι), Δρ. Karl Piggera (Ευαγγελική Εκκλησία-Γερμανία) και Ιoan Ovidiou Ionut (Ορθόδοξη Εκκλησία-NECLEE-Ρουμανία) παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους για τις εργασίες του συνεδρίου.

Πηγή: Eθελουσία Λήθη
 
Σχόλιο:
Εμείς θα τούς σχολιάσουμε σε λίγο, αλλά τόσοι θεολόγοι πού υπάρχουν στην Ελλάδα τί κάνουν συμφωνούν;
 
Αμέθυστος

>ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ : ΡΑΜΦΟΣ

>Στο Αντίφωνο αναρτήθηκε βίντεο με το τελευταίο μάθημα του Ράμφου που έχει σαν θέμα την κακοποίηση της φιλοκαλίας.
Θέλουμε να κάνουμε γνωστό ένα πολύ σημαντικό θέμα το οποίο αποσιωπάται εντέχνως απο τον Ράμφο για να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει σαν απόδειξη της ερμηνείας του.
Τα οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη είναι ένα βιβλίο πλάνης. Στην οποία περιέπεσε ο Μακρυγιάννης λόγω ελλείψεως πνευματικής πείρας. Όπως έδειξε ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, σε συνέχειες στον Ορθόδοξο Τύπο, οι εμπειρίες  που περιγράφονται είναι όλες δαιμονικές. ΟΛΕΣ. Παρομοίως και οι ερμηνείες του Ράμφου. ΟΛΕΣ.

Αμέθυστος  

>MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (7)

>Συνέχεια από: Δευτέρα, 07 Ιουνίου 2010

Το μητρικό σύμπλεγμα

Κεφάλαιο 4ο (B Μέρος)

Οι ληστές οδηγούν τον Λούκιο σ’ ένα δάσος και του στερούν κάθε είδους ανθρώπινη επαφή. Πρέπει να φανταστούμε ως ληστές αυτής της εποχής άλλους ανθρώπους, απ’ αυτούς που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα μ’ αυτήν τη λέξη. Η τότε αστυνομία δεν ήταν ανεπτυγμένη σε μεγάλη έκταση για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του λαού και δεν μπορούσε να προστατεύση τους ανθρώπους˙ το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής υπόστασης αποτελείτο επίσης από κατακτημένες χώρες, που δεν ανήκαν οικειοθελώς στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι, που κατείχαν στην προηγούμενή τους χώρα σημαντικές κοινωνικές και πολιτιστικές θέσεις, είχαν υποβιβαστή σε σκλάβους. Σ’ ένα τέτοιο κράτος, στο οποίο ολόκληρο το δίκτυο της αστυνομίας και της μυστικής αστυνομίας δεν λειτουργούσε ακριβώς όπως σήμερα, διέφευγαν πολλοί άνθρωποι στα δάση και συνενώνονταν σε συμμορίες. Μπορεί να είχαν έναν Κέλτη βασιλιά ανάμεσά τους, που είχε γίνει σκλάβος και είχε δραπετεύσει, γιατί δεν ήθελε να μείνη να ξυλοκοπιέται από έναν απλό κοινό Ρωμαίο μέχρι θανάτου, αλλά δεν μπορούσε και να γυρίση στην πατρίδα του. Οι ληστές αυτής της εποχής δεν ήταν γι’ αυτό όλοι εγκληματίες, αλλά ομάδες απ’ όλες τις τάξεις ή μεμονωμένοι, που δεν ήθελαν να έχουν καμμιά σχέση με τη ρωμαϊκή αστυνομία, ή ακόμα άνθρωποι, που είχαν περιέλθει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τον νόμο. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκαν περισσότερο στην κατηγορία του «ευγενούς ληστού» στο ρομαντικό παιδικό βιβλίο, που δεν θέλει να υποταγή στον πατέρα κράτος και να ζη ελεύθερος στα βουνά. Κάτι απ’αυτό το πνεύμα ζη ακόμα στους λαθρέμπορους της Μεσογείου, όπου υπάρχουν σχετικά ευπρεπείς περιπέτειες ληστών, που το θεωρούν ένα είδος σπορ, να εξαπατούν την αστυνομία και το τελωνείο.

Ιδωμένο ψυχολογικά σημαίνει αυτό το θέμα (μοτίβο), πως κατανίκησαν οι επονομαζόμενες μορφές της σκιάς τον Λούκιο. Θα δούμε αργότερα με μεγαλύτερη σαφήνεια και στα ονόματα, πως αντιπροσωπεύουν οι ληστές όλες τις διαφορετικές όψεις ενός είδους ανώριμου πρωτόγονου ανδρισμού, κάτι που λείπει σε σημαντικό βαθμό απ’ τον Λούκιο, τον γυιό της μητέρας του. Ολόκληρη η ζωή του, καθώς και η ανατροφή του ως γυιού από καλήν οικογένεια, τον έχει κάνει αυτό που είναι, και το μητρικό του σύμπλεγμα τον απέκοψε απ’ αυτήν την όψη του ανδρισμού. Γνωρίζουμε απ’ τον Απουλήιο, πως ήταν τουλάχιστον στη νεότητά του ομοφυλόφιλος. Αυτό θα σήμαινε, πως είχε αποκοπή από συγκεκριμένες όψεις της ίδιας του της ανδρικότητας, που την αναζητούσε στους νεαρούς του φίλους. Ο Λούκιος κατανικάται τώρα απ’ την αυτόνομη όψη αυτής της πρωτόγονης ανδρικότητας, που τον κατέχει παρά τη θέλησή του. Ο ψυχρός, κτηνώδης, πρωτόγονος άντρας είναι γενικά μια συμψηφιστική, τυπική, αρχετυπική μάλιστα σκιά του γυιού της μάνας του.

Η περιπέτεια έχει όμως κι ένα βαθύτερο νόημα: αυτοί οι ληστές συμβιώνουν με μια φιλόποτη ηλικιωμένη γυναίκα, που την αποκαλούν συμπτωματικά «μητέρα». Πρόκειται προφανώς για μιαν αντρική κοινότητα με μιαν ηλικιωμένη πότισσα οικονόμο. Αυτή η παράξενη ομάδα νεαρών αντρών γύρω από μια θηλυκή μορφή θυμίζει τη λατρεία της μητέρας στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Στους Έλληνες έφεραν το όνομα Κουρήτες. Αγρυπνούσαν πάνω απ’ το θεϊκό παιδί, τον Δία, και το προστάτευαν. Δεν τους θεωρούσαν ανθρώπους, αλλά δαίμονες. Αποτελούσαν, όπως αργότερα οι Σάτυροι, έναν όμιλο, που συναθροίζεται γύρω απ’ τη «Μεγάλη Μητέρα». Αντιπροσωπεύουν ταυτόχρονα τα προγονικά πνεύματα, και πίστευαν, πως προκαλούσαν τρέλα, μπορούσαν όμως και να θεραπεύουν. Ταυτίζονταν περαιτέρω και με τους δαίμονες που προστάτευαν τους σιδηρουργούς και τους μεταλλουργούς, τους Κάβειρους. Στο βιβλίο της «Θέμις» ασχολείται η Τζέιν Χάρισον μ’ αυτήν την κατάσταση από κοινωνιολογικής πλευράς και παραθέτει παρομοιώσεις με παλιά, πρωτόγονα τελετουργικά. Γιατί μπορεί να παρατηρήση κανείς παρόμοιες συμπεριφορές στις κοινότητες νεαρών ανύμφευτων ανδρών σ’ ολόκληρη τη γη. Στους πρωτόγονους πολιτισμούς απομακρύνονταν οι νεαροί άντρες απ’ το σπίτι, δεν επιτρεπόταν να τρώνε απ’ τα φαγητά που παρασκεύαζαν οι μητέρες τους, και μάλιστα ούτε να τους απευθύνουν τον λόγο. Έπρεπε να ζουν μέχρι να νυμφευτούν στο σπίτι των αντρών και να δοκιμάσουν όλων των ειδών τα βάσανα. Τους επιτρεπόταν να συμπεριφέρονται επιθετικά, πρωτόγονα και «αρσενικά». Στην αρχαία Σπάρτη προστάζονταν κιόλας να κλέβουν και να ληστεύουν, για να δοκιμάζουν την ανεξαρτησία και τον ανδρισμό τους: αυτή ήταν η μύησή τους στην ωριμότητα για τον γάμο. Μια τέτοια όμως μύηση δεν περιλαμβάνει μόνο την ενστικτώδη συμπεριφορά, παίζει ταυτόχρονα έναν ρόλο και στο πνευματικό πεδίο: αφορά απ’ τη μια στο ζωώδες, σημαίνει όμως απ’ την άλλη μιαν αφιέρωση στην πνευματική ζωή της φυλής. Πρόκειται λοιπόν για μια διεύρυνση της προσωπικότητας ανάμεσα στους δυό ακραίους πόλους του ενστίκτου και του πνεύματος.

Θα μπορούσε γι’ αυτό να πη κανείς, πως παραδίδεται ο Λούκιος, μόλις πέφτει στα χέρια των ληστών, στις δυνάμεις, που έπρεπε να τον μυήσουν σε μια νέα ανδρικότητα. Είναι η μύησή του στην ωριμότητα για γάμο, έστω κι από μιαν αρνητική κατ’ αρχάς όψη.

Αφού έχουν φάει, διηγούνται οι ληστές τις εμπειρίες τους: Μια συμμορία έχει χάσει τον αρχηγό της, που ονομαζόταν Λάμαχος. Είχε προσπαθήσει να ληστέψη έναν πλούσιο άντρα που ζούσε σαν ζητιάνος, τον συνέλαβαν όμως και κάρφωσαν το χέρι του σε μια πόρτα. Για να τον σώσουν, έκοψαν οι ληστές τον βραχίονά του, φεύγοντας όμως έγινε πολύ αδύναμος για να ακολουθή τους άλλους, και αυτοκτόνησε, διαπερνώντας με το ξίφος του τον εαυτό του. Ένας άλλος αρχηγός, ο Άλκιμος, είχε προσπαθήσει να ληστέψη μιαν ηλικιωμένη γυναίκα, αυτή όμως τον ξεγέλασε και τον πέταξε απ’ το παράθυρο, έτσι ώστε να πεθάνη. Ένας τρίτος άντρας, ο Θρασύλεως, είχε βοηθήσει, σκεπασμένος με μιαν αρκουδίσια προβειά, τους συντρόφους του να κλέψουν χρυσό και ασήμι απ’ το σπίτι ενός κάποιου Δημοχάρη, όρμησαν ωστόσο επάνω του τα σκυλιά και τον ταχτοποίησαν έτσι, ώστε τον διαπέρασε στο τέλος ένας άντρας με το ακόντιο και τον σκότωσε, ενώ κατάφερναν να διαφύγουν οι άλλοι ληστές με τη λεία τους.

Μπορεί έτσι να δη κανείς, πως αυτοί οι ληστές αποτυγχάνουν παρά τη θετική τους όψη και πολλοί απ’ αυτούς καταστρέφονται. Έχουν βέβαια ξαφνικές παρορμήσεις, να αναλάβουν κάτι, και γυρίζουν στη συνέχεια ξανά «στη μαμά» στο σπίτι, για να απολαύσουν για λίγο την ζωή, δεν έχουν όμως καμμιά νοημοσύνη, κανέναν σχεδιασμό και γι’ αυτό αποτυγχάνουν στο τέλος. Ο ασυνείδητος ανδρισμός έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο μικρήν αξία, αν εμφανίζεται μόνο σποραδικά. Μπορεί να διακρίνη κανείς απ’ αυτό, ότι ο κόσμος των ληστών περιγράφει ένα δευτερεύον μοτίβο. Προσφέρει στον Λούκιο μιαν ευκαιρία, να αφομοιώση τον ανδρισμό του ή και να τον χάση όμως ακόμα περισσότερο και με δυσάρεστο τρόπο. Στέκεται στην κόψη του ξυραφιού, κι η μοίρα του κρέμεται απ’ το αν μαθαίνη να κατανοή περί τίνος πρόκειται. Είναι σαν να του είχε προσφέρει η μοίρα μια διφορούμενη δυνατότητα, είτε τη μύησή του στην ωριμότητα για γάμο ή την περαιτέρω απώλεια της ταυτότητάς του, με την οποία και θα έπεφτε με μια βαθύτερη, δυσάρεστη έννοια στα νύχια της Μεγάλης Μητέρας. Αυτό που λείπει εδώ ακόμα είναι το ένα και ουσιαστικό στοιχείο του αληθινού ανδρισμού – η διάρκεια. Ένας άντρας, που μπορεί να είναι μόνον επιθετικά θαρραλέος και να πράττη κάτι μόνο σποραδικά, δεν είναι κανένας άντρας.

Ένας τέτοιος επιθετικότροπος ανδρισμός χωρίς διάρκεια ή συνείδηση που να σχεδιάζει είναι καταδικασμένος απ’ την αρχή σε αποτυχία. Ανήκει τυπικά σε μια συγκεκριμένη φάση στον αγώνα του άντρα με το μητρικό σύμπλεγμα. Αυτό μοιάζει με τις ξαφνικές εκρήξεις, που ζούμε σήμερα σε κείνες τις τρομερές ενέργειες, στις οποίες συμμετέχουν οι νέοι. Προκαλούν π.χ. ο ένας τον άλλον, να περιχύσουν έναν άντρα με πετρέλαιο και να τον πυρπολήσουν, και πιστεύουν, πως αυτό είναι μια επίδειξη του ανδρισμού τους. Στην πραγματικότητα τους οδηγεί όμως απλώς σε μιαν ακόμα πιο δυσάρεστη κατάρρευση από προηγουμένως. Αυτό το είδος της μορφής του ληστή-σκιάς, που αναπτύσσει μόνον αυτόνομα τη δραστηριότητά της, είναι καταδικασμένο να συγκρουστή με την παραδοσιακή κοινότητα, που έχει δίκιο να αντιστέκεται σ’ αυτήν τη συμπεριφορά. Πρόκειται για ένα τυπικό στάδιο μιας καθυστερημένης υπέρβασης της εφηβείας. Στην Ελβετία είναι για παράδειγμα οι περισσότεροι νεαροί άντρες των καλύτερων οικογενειών μέλη στους προσκόπους. Απ’ τη μια μεριά διάγουν μιαν αξιοπρεπή προσκοπική ζωή. Μαθαίνουν ποδήλατο και να δένουν κόμπους, παίζουν ποδόσφαιρο και άλλα και κάνουν καθημερινά μιαν καλή πράξη. Πολλές προσκοπικές ομάδες διάγουν ωστόσο παράπλευρα μιαν άκρως διασκεδαστική «νυχτερινή ζωή»: τα μεγαλύτερα αγόρια προκαλούν, μεταμφιεσμένα σε πνεύματα ή άγρια ζώα, φόβο και τρόμο στα μικρότερα, και παρά τρίχα δεν γίνεται πολλές φορές κάποιο δυστύχημα. Γενικώς όμως δεν συμβαίνει δόξα τω Θεώ τίποτα! Εξαίρετες είναι πράγματι οι προσκοπικές νύχτες, όταν πηδούν τ’ αγόρια γύρω στα μεσάνυχτα σε μιαν παγωμένη λίμνη ή κάνουν παρόμοια, για να παρακινηθούν αναμεταξύ τους σ’ ακόμα μεγαλύτερη τόλμη. Τα διηγούνται μόνον όταν μεγαλώσουν στους γονείς τους που φρίττουν, και που είναι ευγνώμονες για το ότι δεν είχαν μάθει τίποτα στον καιρό του. – Μπορούμε λοιπόν να πούμε, πως ένας ορισμένος βαθμός έπαρσης είναι φυσικός σε μια συγκεκριμένη ηλικία και πως απαιτείται για την ωρίμανση του νεαρού άντρα καθώς και για την αφομοίωση του ανδρισμού του. Είναι όμως αξιοθρήνητο ή δύσκολο, να αναπληρώνης αυτήν την περιπέτεια. Γιατί οι νεαροί άντρες δεν συνεχίζουν να είναι βέβαια παράτολμοι, αρχίζουν όμως να προκαλούνται αργότερα με πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο. Το να αντέχης μέχρι τέλους μια δυσάρεστη κατάσταση συνιστά μιαν υψηλότερη βαθμίδα εξέλιξης, αφού έχει περάσει η βαθμίδα της αποκοτιάς και του παράτολμου. Εδώ ακριβώς αποτυγχάνουν οι ληστές μας. Οδηγούνται μόνο σε παρορμητικές πράξεις. Πίσω τους όμως βρίσκεται πάντοτε η μεθυσμένη ηλικιωμένη γυναίκα, που ξεύρει τόσο υπέροχα παραμύθια και αποκαλύπτει για πρώτη φορά στον Λούκιο το αρχετυπικό βάθος και το βαρυσήμαντο μυστικό πίσω απ’ τη μοίρα του.

Αξίζει τώρα να ερευνήσουμε, γιατί πίνει η γριά μάγισσα. Σ’ αυτήν τη διεστραμμένη μορφή συναντάμε πάλι ένα διφορούμενο στοιχείο, που θα μπορούσε να εξελιχθή θετικά. Το μυστική κίνητρο για το πιοτό όπως και για το πάθος των ναρκωτικών είναι στις περισσότερες περιπτώσεις η επιθυμία για συγκινησιακή εμπειρία ή για έκσταση, που ήταν αρχικά και ιστορικά ένα βασικό στοιχείο της θρησκευτικής εμπειρίας. Όποτε έχουν αποκοπή άνθρωποι απ’ αυτό, για λόγους πολύ ισχυρής διανοητικότητας ή από άλλες αιτίες, παίρνει η λαχτάρα για το πνεύμα μερικές φορές αυτήν την πολύ συγκεκριμένη όψη και αναζητείται στο οινόπνευμα. Θα μπορούσαμε γι’ αυτό να πούμε, πως πίσω απ’ το μητρικό σύμπλεγμα, όπως αντιπροσωπεύεται με τη μητέρα των ληστών, υπάρχει μια μυστική λαχτάρα του Λούκιου για κάτι πνευματικό, το οποίο δεν έχει εκπληρωθή. Το πρόβλημα βρίσκεται στο αποκομμένο μέρος της προσωπικότητας, αποκομμένο, επειδή δεν έχει συνδεθή με τη συνείδηση και του λείπει η αντίληψη και το πνεύμα. Εκφρασμένο με τη γλώσσα της Βίβλου: οι δυνάμεις του σκότους λαχταρούν το φως. Η μητέρα των ληστών έχει μεν επιθυμία για κάτι πνευματικό, αλλά το λαμβάνει στην τόσο γνωστή μορφή υποκατάστασης του οινοπνεύματος. Ιδωμένο στη συνολική συνάφεια του βιβλίου, γίνεται όλο και πιο σαφές, πως πίσω απ’ το μητρικό σύμπλεγμα, ακόμα και στην καταστροφική μορφή του που καταλαμβάνει τώρα σιγά-σιγά τον Λούκιο, υπάρχει εντέλει μια μυστική λαχτάρα για θρησκευτική εμπειρία.

Αλλά δεν είναι και κατά τα άλλα εντελώς αρνητική η ηλικιωμένη γυναίκα, αφού διηγείται μάλιστα στο φυλακισμένο κορίτσι, την Charité, για παρηγοριά εκείνη τη θαυμάσια ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής. Πρέπει να διευκρινίσουμε όμως πρώτα σ’ αυτό το σημείο, τί οδήγησε στην αφήγηση της ιστορίας: Οι ληστές εισέβαλαν σε μια γαμήλια γιορτή, όπου επρόκειτο να παντρευτή η Charité, η καλοαναθρεμμένη κόρη από καλήν οικογένεια, μ’ έναν νεαρό άντρα με το όνομα Τλεπόλεμος. Τλε σημαίνει υπομένω, είμαι σταθερός… Θα ήταν λοιπόν αυτός ο αληθινός πολεμιστής, εκείνος που αποδεικνύεται καρτερικός στον πόλεμο, γι’ αυτό και φέρει ένα διάσημο ελληνικό ηρωϊκό όνομα. Η γαμήλια γιορτή της Charité και του Τλεπόλεμου εμποδίζεται τώρα απ’ τους ληστές. Έτρεψαν τους καλεσμένους σε φυγή, σκότωσαν φαινομενικά τον γαμπρό, έκλεψαν όλα τα γαμήλια δώρα και απήγαγαν τη νύφη, χωρίς να την πειράξουν ωστόσο καθόλου, γιατί τους ενδιαφέρει μόνο, να απαιτήσουν λύτρα απ’ τους πλούσιους γονείς της. Το κορίτσι περιέρχεται σε άκρα απελπισία, και για να την καθησυχάση, της διηγείται τώρα η ηλικιωμένη, φαυλόβια γυναίκα την αναφερθείσα ιστορία.

Είχε τονισθή ήδη απ’ τον Ράινχολντ Μέρκελμπαχ, πως τα δυό ζευγάρια, η Charité κι ο Τλεπόλεμος όπως κι ο Έρως και η Ψυχή, υφίστανται κατ’ αρχάς την ίδια μοίρα, αφού χωρίζεται –όπως θα δούμε– και η Ψυχή απ’ τον μνηστήρα της, πρέπει να περάση μέσα από έναν τρομαχτικό βαθμό πόνου και ενώνεται ξανά στο τέλος με τον αγαπημένο. Η Charité, η ακροάτρια του μύθου, υποφέρει τα ίδια συμβάντα, μόνο που τελειώνουν όμως αργότερα όλα άσχημα γι’ αυτήν. Υπάρχουν έτσι εδώ δυό ζευγάρια, η Charité κι ο Τλεπόλεμος, δυό ανθρώπινες υπάρξεις, και ως αντίθετο οι δυό θεϊκές μορφές, η Ψυχή κι ο Έρως. Έχουμε μ’ αυτό τη συνθήκη του περίφημου «γαμήλιου τετράγωνου». Ο Κ.Γκ.Γιουνγκ έχει επισημάνει, πως σε κάθε βαθύτερη σχέση ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα υπάρχουν πράγματι τέσσερα στοιχεία στο παιχνίδι: το συνειδητό Εγώ του άντρα κι αυτό της γυναίκας και η anima του καθώς κι ο δικός της animus.

Οι μορφές του animus και της anima είχαν προβληθή μέχρι τώρα λόγω του κυριαρχικού (numinoses) χαρακτήρα τους (π.χ. στην αλχημεία) σε βασιλικές φιγούρες ή σ’ ένα βασιλικό ζευγάρι. Αντιπαρατιθέμεθα σήμερα για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας με το πρόβλημα της ολοκλήρωσης αυτών των «θεϊκών» στοιχείων ή αυτών των ισχυρών όψεων του ασυνείδητου. Όταν δεν επιτυγχάνεται αυτή η ολοκλήρωση, κατακλύζουν τα ετεροσεξουαλικά στοιχεία του ασυνείδητου το Εγώ: αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους για την τόσο εντυπωσιακή αύξηση σήμερα των διαζυγίων. Στο μυθιστόρημα του Απουλήιου αντιπροσωπεύονται οι λειτουργίες του animus και της anima ακόμα από θεϊκές μορφές. Υποβάλλει όμως η πολύ «ανθρώπινη» συμπεριφορά αυτών των μορφών ήδη το συμπέρασμα, πως είναι πράγματι εντέλει όψεις της ανθρώπινης ψυχής.

Ενώ διάφοροι σχολιαστές δεν έχουν παρατηρήσει τη βαθειά σχέση αυτού του παραμυθιού προς την ιστορία του Λούκιου στη γενική της συνάφεια, αναγνώρισαν άλλοι, όπως ιδιαιτέρως ο Μέρκελμπαχ, τη μυστική σύνδεση με τη μύηση στα μυστήρια της Ίσιδας, που περιγράφεται στο τέλος του μυθιστορήματος. Μόλις αντικρύζει ο Λούκιος τη Charité, ένα όμορφο, αθώο κορίτσι, ξυπνούν μέσα του ενδιαφέρον και συμπάθεια γι’ αυτήν. Ακόμα κι η μέθυση, ηλικιωμένη γυναίκα τη συμπονά. Στην ελληνική μυθολογία είναι η Charité μιά απ’ τις τρεις Χάριτες, τις ημίθεες που παριστάνονται συνήθως κι οι τρεις μαζί, και ενσαρκώνουν τη χάρι και την ομορφιά. Ήταν οι συνοδοί του Διόνυσου. Στα ελληνικά σημαίνει η λέξη χάρις – μαγικό θέλγητρο, ανέγγιχτη ομορφιά όπως των δέντρων, που τα φύλλα τους είναι ακόμα εντελώς νέα, ή ενός λουλουδιού που μόλις ανοίγει. Αυτό το όνομα κι εκείνο του Τλεπόλεμου θα αποδειχθούν αργότερα ακόμα πιο βαρυσήμαντα.

Το κορίτσι θρηνεί στην παρούσα κατάσταση όχι μόνον εξαιτίας των ληστών, αλλά επίσης, επειδή είχε ένα τρομαχτικό όνειρο, όπου είδε, πώς σκότωσαν οι ληστές τον μνηστήρα της με μιάν πέτρα˙ είναι γι’ αυτό πεπεισμένη, πως δεν ζη πια. Ξεύρουμε, πως αυτό δεν ισχύει, γιατί εμφανίζεται αργότερα και θα σκοτωθή κατ’ αρχάς στο τέλος απ’ τον Θράσυλλο σ’ ένα κυνήγι αρκούδας. Παρ’ όλο που το όνειρο δεν αντιστοιχεί ακόμα απ’ αυτήν την άποψη στην αλήθεια, θα εκπληρωθή στο μέλλον. Αν αναλογιστούμε εξάλλου, πως η Charité αυτοκτονεί αργότερα, τότε έχουν καταδικασθή ήδη πράγματι κι οι δυό από τώρα σ’ ένα τραγικό τέλος.

Το μοτίβο (το θέμα) του ευτυχισμένου ζευγαριού και μιας ανδρικής μορφής, που καταστρέφει και τους δυό, εμφανίζεται και στην αλχημιστική συμβολική. Στο βιβλίο «Chymische Hochzeit» του Ρόζενκροιτς κλέβει π.χ. ένας νέγρος τη νύφη, και πρέπει να τη φέρη πίσω ο γαμπρός. Το ίδιο θέμα υπάρχει και στην ερμηνευμένη απ’ τον Γιουνγκ αλχημιστική παραβολή στο «Mysterium Coniuctionis», όπου ο ληστής που καταστρέφει την ευτυχία του ζευγαριού ονομάζεται Σουλφούρ, το θειάφι. Είναι το κλασσικό θέμα μιας καταστροφικής ανδρικής μορφής, που μπορεί να παριστάνη τη σκιά του άντρα ή τον animus στη γυναίκα και καταστρέφει τη σχέση των δύο. Ο Γιουνγκ την ερμηνεύει (αν είναι η σκιά) ως την απληστία, την απαίτηση ιδιοκτησίας του Εγώ, που καθιστά αδύνατη την εσωτερική ένωση (coniunctio). Ένα απ’ τα πιο αποφασιστικά προβλήματα συνίσταται στο ότι, κάθε φορά που πλησιάζει κάποιος στην ένωση των αντιθέτων, εμφανίζεται επίσης η άπληστη πλευρά του Εγώ και ματαιώνει την εσωτερική εμπειρία. Αυτό ισχύει τόσο για τον κάθε μεμονωμένο άνθρωπο όσο και στο επίπεδο του ζευγαριού. Το στοιχείο αυτό καταστρέφει την αγάπη δύο ανθρώπων ακριβώς τότε, όταν όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά, γιατί ο «ληστής» εμφανίζεται τότε και ανατινάζει τη σχέση. Αν θυμηθούμε τη στάση του Λούκιου, μπορούμε να πούμε, πως αυτή η ανδρική μορφή, που παρακωλύει σ’ ένα ζευγάρι τη σχέση προς το θηλυκό, υποδηλώνει την εικόνα του ίδιου του του κτηνώδους, σκιώδους εγωϊσμού, που παρεμποδίζει τις σχέσεις του προς τις γυναίκες. Πρόκειται ακόμα μια φορά για τον ανολοκλήρωτο ανδρισμό του. Η κλεμμένη απ’ τους ληστές νύφη μπορεί να ιδωθή ως ένα σύμβολο της anima του Λούκιου, που προσβάλλεται απ’ το χθόνιο ανδρικό στοιχείο. Παριστάνει το παθητικό αίσθημα στην ψυχή του Λούκιου. Όταν περιπίπτει ένας άντρας στη μονόπλευρη σεξουαλικότητα, πληγώνει τόσο τη γυνακα μέσα στον ίδιον όσο και την πραγματική γυναίκα.

Υπάρχει κι άλλη μια πολύ διδακτική πρόταση, γιατί λέει το κορίτσι, πως οι ληστές την «είχαν αποσπάσει απ’ την αγκαλιά της μητέρας της» κι είχαν εμποδίσει έτσι την παντρειά της. Θα μπορούσε να περιμένη κανείς να πη, «απ’ την αγκαλιά του μνηστήρα της». Αν το λάβουμε ως ένα όνειρο, τότε θα σήμαινε, πως κάθε αίσθημα του Λούκιου-Απουλήιου παραμένει ακόμα, με την όψη της Charité, στη μητέρα. Για την Φώτιδα υπήρχε μόνον ηδυπάθεια, το αίσθημά του όμως εξακολουθεί να κάθεται ούτως ειπείν στην αγκαλιά της μητέρας. Άντρες με μητρικό σύμπλεγμα προτιμούν συχνά πόρνες από άλλες γυναίκες, κι οι μητέρες που παραπονούνται για τέτοιους γυιους, είναι στην πραγματικότητα εκείνες που συμφωνούν το πιο πολύ, γιατί μπορούν να κρατήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τον γυιο κοντά τους. Μια κατάλληλη γυναίκα, που αυτός την αγαπά, θα ήταν βέβαια μια αντίπαλος! Σε μιαν τέτοια περίπτωση θα πη η μητέρα, πως πάντα επιθυμούσε να νυμφευτή ο γυιος της, αλλά μόνο όχι ακριβώς μ’ α υ τ ή ν τη γυναίκα. Γιατί αισθάνεται καθαρά, πως δεν πρόκειται πια τώρα μόνο για σεξουαλικότητα, αλλά πως της παίρνουν την καρδιά του. Εδώ γίνεται σαφές, πως ο Λούκιος εξαρτάται ακόμα απ’ τη μητέρα και πως οι ληστές έχουν τελικά κάνει, παρ’ όλη την τρομερή τους πράξη, κάτι θετικό γι’ αυτόν: το αίσθημά του αποσπάστηκε τουλάχιστον με την εισβολή τους βίαια απ’ τη μητέρα, μια απαραίτητη βαθμίδα, για να μπορέση να κοιτάξη κατά μέτωπο τα προβλήματα της ζωής.

Σχόλιο: Αρχίζουμε ήδη να καταλαβαίνουμε το τεράστιο πρόβλημα της Ελληνικής κοινωνίας η οποία με την εγκατάληψη της πίστεως και της Εκκλησίας του Κυρίου, με την αντικατάσταση της ασκήσεως με τους κανόνες, με την αντικατάσταση των διδασκάλων με τους παπάδες με την αντικατάσταση της μαμάς με την Μητέρα Εκκλησία παράγει ως επι το πλείστον «μαμόθρεφτα», ανθρώπους ανεύθυνους. Παλαιότερα ο πόλεμος βοηθούσε τους νέους να γίνουν άνδρες. Σήμερα σε μια ψεύτικη παγκόσμια ειρήνη, σε μια αόρατη υποδούλωση, οι νέοι δέν μπορούν πλέον να γίνουν άνδρες.
Για αυτό δέν μπορούμε να αντιδράσουμε στο ΔΝΤ, είμαστε ευνουχισμένοι. Γι΄ αυτό η Ορθόδοξη  Μητέρα Εκκλησία θα ενωθεί με τον μεγάλο ΜΠΑΜΠΑ (τον Πάπα), ακολουθώντας τους εξαρτημένους Ρώσους από τον δικό τους μεγάλο Μπαμπά, τον Στάλιν. Γι’ αυτό βλέπουμε στην ακαδημία του Βόλου παθιασμένους νεαρούς με την θεολογία του Φεμινισμού. Για αυτό βλέπουμε δίπλα απ’ τον Ζηζιούλα τόσους νεαρούς να αναζητούν την απελευθέρωση τους απο τους εξομολόγους της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό βλέπουμε να ευδοκιμούν οι θεολογίες της σχέσεως ή η αποτυχημένη αδύναμη νόηση του Ράμφου, ο οποίος ακόμη ψάχνει απελπισμένος ανάμεσα στις πλούσιες ακροάτριες του τον μαθητή του. Η νέα οικουμένη θα κυριαρχείται απο ανθρώπους που έχασαν το φύλο τους.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος